- διαλυτικότητα
- ηη ιδιότητα αυτού που διαλύει.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χρωματογραφία — Το σύνολο των μεθόδων, οι οποίες, με την εκμετάλλευση χημικοφυσικών φαινομένων, επιτρέπουν τον διαχωρισμό και την αναγνώριση των διαφόρων συστατικών ενός μείγματος ή ενός διαλύματος. Η πρώτη χρωματογραφική μέθοδος βασιζόταν σε τεχνάσματα, με τα… … Dictionary of Greek